πανιστής

πανιστής
και παννιστής, ο [παν(ν)ίζω]
1. αυτός που καθαρίζει τον φούρνο με πανί, με φουρνόπανο
2. η πανιαρα, το φουρνόξυλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Πανιστής — Πανιστής, ὁ, (Α) λάτρης τού Πανός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί διόρθωση τού Πανιασταί*] …   Dictionary of Greek

  • πανάς — Επώνυμο οικογένειας από την Κεφαλονιά, που καταγόταν από ευγενή οίκο της Ισπανίας. Κατά την παράδοση, μέλη του οίκου αυτού πήραν μέρος στη ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571). Πολλοί γόνοι της οικογένειας αναφέρονται εγγράφως ως ευγενείς της Κεφαλονιάς …   Dictionary of Greek

  • πανιάρης — και παννιάρης, ο [παν(ν)ί] άτομο που καθαρίζει τον φούρνο με το πανί που είναι δεμένο στην άκρη τού φουρνόξυλου, πανιστής …   Dictionary of Greek

  • παννιστής — ο βλ. πανιστής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”